Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐόντως — ὄντως sum ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκούντως — (AM ἀρκούντως, Α και εόντως) επίρρ. [αρκώ] αρκετά, άφθονα … Dictionary of Greek